- χλοηρός
- -ά, -όν, ΜΑχλοερός, χλωρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + κατάλ. -ηρός (πρβλ. μοχθ-ηρός, πον-ηρός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χλοηρός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλοηρόν — χλοηρός masc acc sg χλοηρός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλοηροῖσι — χλοηρός masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek